- κνίδωσις
- κνίδωσις [ῑ], εως, ἡ,A itching, such as is caused by a nettle, Hp. Prorrh.2.30 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνίδωσις — itching fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνιδώσιες — κνίδωσις itching fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνίδωση — Δερματοπάθεια αντιδραστικού τύπου που εκδηλώνεται τις περισσότερες φορές με εξάνθηση μικρών ή μεγάλων κνησμωδών βλατίδων, με ερυθρωπή φλεγμονώδη περιφέρεια και λευκωπή υπερυψωμένη κεντρική βλάβη. Το εξάνθημα μπορεί να είναι περιγεγραμμένο ή… … Dictionary of Greek
κνιδωτικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την κνίδωση ή οφείλεται σ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνίδωσις. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. urticarial] … Dictionary of Greek